- δικέω
- δῐκέω,A mulct, prob. an error in IG22.1092B17 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδικώ — (I) διαδικῶ ( έω) (Α) 1. διαγωνίζομαι στο δικαστήριο 2. εκδικάζω κάποια υπόθεση, κρίνω δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + δικέω, ώ]. (II) διαδικῶ ( έω) (Α) αδικώ υπερβολικά, διαπράττω αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (επιτατ.) + αδικέω ( ώ)] … Dictionary of Greek
περδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδίκης — περί δικέω mulct imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερδικῆσαι — ἐκ , περί δικέω mulct aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)